Новогреческий словарь
αιθυλαιθήρας
αιθυλαιθήρας
(-έρος) ο хим.
этиловый эфир
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
этиловый эфир
? —
αιθυλαιθήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιθυλαιθήρας
? — этиловый эфир
#
(ново)греческий словарь
—
ρυθμικός
—
βραχυπρόθεσμος
—
πιστοποιητικό
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
γνεφολογάω
—
παιδοψυχίατρος
—
ματαιοφρονώ
—
ανθήρας
—
ιντερνέτ
—
ράθυμος
—
τραυματιοφορίνα
—
εμβρυοπλαστικός
—
συγκυριακώς
—
αντέχω
—
ακλόνηστος
—
ακατηγόρητος
—
ήρεμα
—
θαλασσογραφία
—
φορτοθυρίς
—
βεβαιώνομαι
—
απιστομιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве