Новогреческий словарь
ανθιδρωτικός
ανθιδρωτικός
:
-ό φάρμακο — средство против пота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανθιδρωτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σαπωνόλιθος
—
πλωτάρχης
—
αντιπαρέχω
—
σαρωτικός
—
φορτηγήσιος
—
τιθέμενος
—
ψιλολογώ
—
ερυθρόξυλον
—
πρόσχωση
—
γλωσσίτσα
—
—
αμμοδόχη
—
σφοδρός
—
καλυκάγρα
—
Προμηθέας
—
εγκεντρισμός
—
κολλούρι
—
ανοίδηση
—
σκάσιμο
—
προϋπολογισμός
—
ανυπότακτα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве