|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρουμπαλάκι? — — ζυμώνομαι — αλώνισμα — ψηφοδόχος — σπερμολόγος — ρακιτζό — διαγράφω — ξαναδυναμώνω — ποτοποιός — αποπάνω — αχερένιος — αρχειοφυλάκιο — τερετίζω — κλαψοπαναγιά — επιμέτρηση — άγραπτος — μεσημεριάτικος — λιθογλύπτης — γαλατούσα — ωχρίαση — ραβδώνω — αρράβδωτος |
|||