|
ο сторож при морге #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сторож при морге? — νεκροφύλακας как с (ново)греческого переводится слово νεκροφύλακας? — сторож при морге — ανεπτυγμένος — ανάλογος — ναρκισσίστρια — εθνικοαπελευθερωτικός — ταξικός — Ψηλορείτης — αναπλειστηριάζω — χλωραιθύλιον — ξενοδόχος — στριφτάρι — πτοώ — αερομεταφορέας — ωρυγή — εμφιάλωση — αυτοδυσφημισμός — υπόβαση — σαυρίδι — οικονομολόγος — μοσχοβίτικος — περίδακρυς — απόβαθα |
|||