|
ο небольшой кинжал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово небольшой кинжал? — λάζος как с (ново)греческого переводится слово λάζος? — небольшой кинжал — δικονομικός — σκαρώνω — αλληλεπενέργεια — βασιβουζουκισμός — ξεμώραμα — ηλιοφωτόμετρο — φαινομενοκρατία — τρελάρας — αστειολόγος — γήλοφος — βούλιασμα — εκφράξη — βιράρισμα — ελαφροσέρνω — αναριγώ — αφιλοξένητος — αεριούχος — διανυκτερεύων — ανεύρετος — ύδωρ — πηγαδίσιος |
|||