Новогреческий словарь
παρακύλισμα
παρακύλισμα
το 1)
качание
;
2) мор.
качка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
качание
? —
παρακύλισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
качка
? —
παρακύλισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρακύλισμα
? — качание, качка
#
(ново)греческий словарь
—
αεριοφωτισμός
—
λερώνει
—
παράπλευρος
—
αυγουλού
—
πρόσφυμα
—
καρπισμένος
—
αρχιτεκτονικός
—
σκαμνί
—
ηγεμονόπαιδο
—
ξενομερίτης
—
πολεμητέος
—
ξεμολογιούμαι
—
ρωπογραφία
—
μεσοστύλιο
—
σαχλός
—
πολυβολαρχία
—
πολυδιήγητος
—
ιδροκόπι
—
υπόκρουση
—
σαρκίο
—
καμωματού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве