|
(-εως) η уст. жаренье, жарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жаренье? — όπτηση как на (ново)греческом будет слово жарка? — όπτηση как с (ново)греческого переводится слово όπτηση? — жаренье, жарка — σφαιρίζω — σχεδιοποίηση — μπούρμπουλας — κέρασμα — μυομήτριο — προεσπερίδα — εκμισθωτής — συντεταγμένος — αυτοπαρατήρηση — μερινός — ζιζάνιο — υπομονεύω — περιοστίτιδα — βαλκανολογία — φλοιώδης — αιβασιλιάτικος — ατμίς — επείγοντα — πυγαίος — απτική οθόνη — εμποροπανηγύρη |
|||