|
царапать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γρατζουνίζω? — — τηλεκατευθυνόμενος — πέπλος — μασόνος — κοσμήτωρ — λογούμαι — αλαφρόπετρα — παλαιστής — αηδία — αρσενικός — ατμοσφαιρικός — διαλελομένος — κίνδυνος — αρκώ — κιόσκι — καλαντάρι — πούντσι — πρωτεύουσα — μεγαλοπρεπής — κατηγοράω — παρεμπρός — ψοφάκι |
|||