Новогреческий словарь
σκόρδο
σκόρδο
το
чеснок
;
===
~α (στά μάτια σου)! — [phrase]чур меня![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чеснок
? —
σκόρδο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκόρδο
? — чеснок
#
(ново)греческий словарь
—
εξειργασμένος
—
εξαεριστήρας
—
μελιτζανύς
—
κακκάρωμα
—
μορμονισμός
—
ασκημομούρης
—
αντιπολιτικός
—
πασσαλοπήκτης
—
σαράγι
—
αυτοθαυμάζομαι
—
ποδάρι
—
εξάρθρωμα
—
αβαλσάμωτος
—
εμπυώ
—
απολειφάδι
—
αλόγιστα
—
κρατέρωμα
—
ρεκορντγούμαν
—
υπαναχωρώ
—
ντετερμινισμός
—
μεταφορτώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве