|
η 1) черпак; 2) разливательная ложка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черпак? — κουτάλα как на (ново)греческом будет слово разливательная ложка? — κουτάλα как с (ново)греческого переводится слово κουτάλα? — черпак, разливательная ложка — δούγια — μαγαζάτορας — βατοκόπι — αυλόκηπος — προσοφθάλμιος — αλφαδιασμένος — πάρεση — αντιπροβάλλω — επάλληλος — τυποκλοπώ — ασυρματιστής — συνάζω — ομοιόμορφον — γαλαξίδα — ελεγκτήριο — οινοβάρελλο — πολωσιοσκόπιο — δειλιάζω — άφθιτος — αμεριμνησία — φωτοειδησεογραφία |
|||