|
η : ~ (θάλασσα) — поэт. беспокойное море, море(__,__) причиняющее много горя #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πικροκυματούσα? — — πυκνόμετρο — ζηλοφτονώ — φοιτητάκος — αξιωματικός — αίνιγμα — αποτυφλωτικός — ψειριάρης — διασπωμαι — σιτιστής — ευλήπτως — κασκαβάλι — φωτοχρωμία — αιματοβάφω — αγελαδοτρόφος — καμίνιαρης — αναπιασμένος — επιτηδειότητα — νυφίας — άλυσος — στοπ — ευκίνητο |
|||