Новогреческий словарь
μοναστηράκι
μοναστηράκι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοναστηράκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υπαισθησία
—
ευπορία
—
βερμούτ
—
φιλόπτωχος
—
ανεκπλήρωτος
—
ζηλεύω
—
ησκιάζω
—
προσράπτω
—
νερουλιασμένος
—
φούχτα
—
χωρητικότητα
—
σιάχνω
—
απόπειρα
—
ξαδέρφι
—
αναφυσητό
—
μουγκρίζω
—
περιμαζεύω
—
αποθεμελιώνω
—
φρουτάκι
—
σωματίδιο
—
πώντσι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве