|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αραχνοϋφαίνω? — — στιβάλι — πιτσιλιστός — απόξυση — αναμεταξύ — μυοπάθεια — μισοχορτασμένος — γαγγλιακός — θάφτω — κιτρέα — αντισηπτικός — κούρεμα — φεστιβαλικός — ακαριαίως — γλωσσολύτης — στοιχειοθετικός — υπόστυφος — εξοίδημα — παυσίπονος — ηδονόχαρος — καμωματαράς — χρέωση |
|||