|
(-έως) ο юр. доверенное лицо; ~ τών δικαιωμάτων — правопреемник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доверенное лицо? — εκδοχεύς как с (ново)греческого переводится слово εκδοχεύς? — доверенное лицо — εποστρακίζομαι — λαμπροστόλιστος — χαλκευτήριον — δικηγορόσημο — αχυραμιά — ξεμιστεύγω — πιανίσιμο — χαλκόδετος — Παλλάδα — αξεδιάντροπος — παραγκωνισμός — απογράφω — πολυέλαιος — βραχότοπος — συμπληρωματικός — άπνοια — νταντά — καλοχέρης — χιονοπέδιλο — βράβευμα — οδοντογλύφανο |
|||