|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγκοινωνιολογία? — — παρεμπόδιση — νόθον — συνεκδοχικός — γενικά — γεροντικός — ημιονοστάσιον — συμπιεστός — τρίκωχος — ατομικίστρια — μπούχτισμα — τροποποιώ — σκηνοθετικός — μαζέττα — έδωκα — σιφωνίζω — δραματουργός — γαλατσίδα — σωστό — ισόνομος — κεφαλαιώδης — αντιμολυσματικός |
|||