Новогреческий словарь
στράτσόχαρτο
στράτσόχαρτο
το
оберточная бумага
;
===
στήν έλλειψη τσιγαρόχαρτο καλό καί ~όχαρτο — погов. [phrase]когда нет гербовой - пишут и на простой[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оберточная бумага
? —
στράτσόχαρτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
στράτσόχαρτο
? — оберточная бумага
#
(ново)греческий словарь
—
κεφαλαιώδης
—
ανεξόπλιστος
—
απογαλάκτισμα
—
συνυπάρχω
—
ανασύρω
—
γαργάλεμα
—
υποχθόνια
—
ιχνηλατώ
—
λυγάω
—
αντιληπτικά
—
πίσον
—
σύνθλιψη
—
καπήλευση
—
οικότοπος
—
στεμφυλόπνευμα
—
κακουχία
—
ανασέρνω
—
αναγνώνομαι
—
συνομιλήτρια
—
απέσω
—
γιαμά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве