περιπαιχτικός

формы словаβ
περιπαιχτικός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово περιπαιχτικός? —


εικοσαετήςαχορήγητοςημεδαπόςαρματολόμπασηςεντυπωτισμόςμεταπολιτευτικόςησυχασμένοςάπαχοςπροσωπικώςξυρίζωχριστεπώνυμοςφακορυζόσουπαΠαρθένοςαιματοποτίζωαλφαδιαστόςχαρτούδάσωσημεταλλοειδικόςαλανάκιανεμομάζωχτοςλογοτεχνία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit