|
(-ωνος) ο картон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картон? — χάρτων как с (ново)греческого переводится слово χάρτων? — картон — επιτείχισμός — καναπεδάκι — αυτονομία — δεκάδα — χιλιαπλάσιος — αγεωγράφητος — Ισλανδή — αποστήθιση — φιλτραρισμένος — κατάβαθα — ημι- — υπναλέος — φαρμασόνος — ευκολοπέραστος — σύγχρονα — σχετικός — ονειριάζομαι — δακτυλογραφούμαι — μακαρίτικος — παιγνιδιάρης — αυγότσουφλο |
|||