|
η мед. артериосклероз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово артериосклероз? — αρτηριοσκληρία как с (ново)греческого переводится слово αρτηριοσκληρία? — артериосклероз — άρπυιο — σχιστός — ετεροίωση — οδηγάω — καλκάνι — αδιάβρωτος — αιδεσιμώτατος — διασπαθω — στομωμένος — δεκαδικός — μανδαρίνος — ανυπάκουος — αμούργη — καντηλανάφτης — χορευταρού — θραύσμα — εφσλτήριον — βαλτοθάλασσα — ηθοποιία — πνευμονία — οξυϋδρικός |
|||