λουόμενος

формы словаβ
λουόμενος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово λουόμενος? —


χαζομαμάφωτοζιγκογρσφίαμαρξιστικο-λενινιστικόςξεφορμάρωοίοςτσελιγκάτοτοιχογράφοςφεουδαλισμόςερεύγομαιδεντροφυτεύωπαλμικώςπροσεχτικόςεπιμίσθιοναρκωτικότετρασθενήςδραματάκιαιματέμετοςξεπλάτισμαβιβλιοπώληςψωριάρικοςγοργογύριστος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit