καουτσούκ

формы словаβ
καουτσούκ
το каучук;
          συνθετικό (φυσικό) ~ — синтетический (натуральный) каучук



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово каучук? — καουτσούκ
как с (ново)греческого переводится слово καουτσούκ? — каучук


εξαμηνίτικοςεργαλειοστάσιοαστερωτόςπόταμοςφευγάτισμαεξελεγκτέοςμαλαγάνακονητήςματικάπιπροοιμιάζομαιπρογονολάτρηςσυνωμοτικώςαγίνωτοςανημμένοςευγονίαγέρικονταροχτυπώπαρανάλωμαλαχανήςπόντιοςαξάης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit