|
το каучук; συνθετικό (φυσικό) ~ — синтетический (натуральный) каучук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово каучук? — καουτσούκ как с (ново)греческого переводится слово καουτσούκ? — каучук — εξαμηνίτικος — εργαλειοστάσιο — αστερωτός — πόταμος — φευγάτισμα — εξελεγκτέος — μαλαγάν — ακονητής — ματικάπι — προοιμιάζομαι — προγονολάτρης — συνωμοτικώς — αγίνωτος — ανημμένος — ευγονία — γέρι — κονταροχτυπώ — παρανάλωμα — λαχανής — πόντιος — αξάης |
|||