|
однорукий, безрукий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однорукий? — κουλός как на (ново)греческом будет слово безрукий? — κουλός как с (ново)греческого переводится слово κουλός? — однорукий, безрукий — επιφαίνομαι — άστιφτος — γλυκοπύρηνος — υπαξιωματικός — ιδιώτις — μονοτύπης — δυσκίνητα — υπεραυξάνω — πλεονεκτώ — κλαυθμηρός — άθιχτος — ειρηνιστής — στυλιστικός — υγροτροπισμός — μετάθεση — ιόν — μαγγάλι — κοχλιοστρόφιο — διαρκής — αβίδωτος — κρατερός |
|||