|
ο 1) галстук; 2) удавка (разновидность морского узла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галстук? — λαιμοδέτης как на (ново)греческом будет слово удавка? — λαιμοδέτης как с (ново)греческого переводится слово λαιμοδέτης? — галстук, удавка — μουχρώνω — κρυφομιλάω — επινομία — λειβάδι — χανούμ — καταδρομικός — αγάληνος — προβολικός — οστρακισμός — ξενόφωνος — γλυκοκοιμίζω — θεμελιώτρια — παρεμπιπτόντως — μανουβράρω — πλέθρο — γιρούσι — κατάπηγμα — μαντζουράνα — χρυσοχοΐα — μεσουρανίς — Κοινωνία |
|||