Новогреческий словарь
δόθηκα
δόθηκα
παθ. αόρ. от δίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δόθηκα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοσμολόγητος
—
φιντάνι
—
υψούμαι
—
σωφρονιστής
—
νεοκλασσικισμός
—
γλείμμα
—
ρίνη
—
διηγηματογράφος
—
γεναρχία
—
απολυταρχικός
—
εβδομαδιαίος
—
αιθυλαιθήρ
—
στείρος
—
κοντοστούμπης
—
αποκαή
—
καταιονισμός
—
διάτηξις
—
αποκαθηλώνω
—
στραγγαλισμός
—
συστολή
—
ελαιοφυής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве