|
беспечный, беззаботный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беспечный? — ελαφρόκαρδος как на (ново)греческом будет слово беззаботный? — ελαφρόκαρδος как с (ново)греческого переводится слово ελαφρόκαρδος? — беспечный, беззаботный — αλαλάζω — ολόϊσιος — ντορής — υγρομετρία — αντιπρόσκλησις — τηλεμηχανική — επίβλεψη — φριμαγμός — αλλοτριότητα — απομυζώ — σβηστήρα — σκουντιά — τραπεζικός — μάμμη — ακριβογυιός — δότης — παράνομα — καυκιά — αντιμεταθετικός — μεγαλόδωρος — απειρόκις |
|||