|
παθ. αόρ. от εκτίθεμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξετέθη? — — προικοδοτώ — αναλφαβητικός — σοροκολεβάντες — συνεχίζω — μυδραλιοβόλο — Αγγελική — υπονόμευση — βίδρα — φέλπα — αντιθετικός — νταμουζλούκι — μέδουσα — πιανιστικά — φελλός — εκπονώ — αντιμηχονώμαι — γλυκόπνοος — υπολογίσιμος — κατακύρωση — αντενοκάταρτο — γρανίτης |
|||