|
αόρ. от εξερεύγομαν #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήρυγον? — — ακατακρήμνιστος — επιφυής — στένω — απαράβλητος — προκατάληψη — κιούπι — βλόγημα — ανεμόδαρτος — ανεξάλειπτο — στάση — υποδιαιρώ — αντικρύ — αγγελοζωγραφιστός — καρδιομεγαλία — οπλοποιός — ανισότιμος — μοίραρχος — δράμι — γλυκάνισο — άγουρος — αντενδείκνουμαι |
|||