|
η резинка (для стирания), ластик (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резинка? — γομμολάστιχα как на (ново)греческом будет слово ластик? — γομμολάστιχα как с (ново)греческого переводится слово γομμολάστιχα? — резинка, ластик — ισλανδικός — φιλομαθής — υδρομέδουσα — πρόσπτωσις — αυτοκινητίστρια — καταξοδιάζω — αμοιρολόγητος — Μανούσος — θωρακισμός — λύση — χοντρόμουτρο — μαθητής — απολυμαντικός — κηρήθρα — μεταλλεύω — γυναικοκατακτητής — αναβγαίνω — διατράνωσις — κάντιο — γέρουκας — σκαλιστικός |
|||