|
η происхождение; ευγενούς ~ής — благородного происхождения; είναι ελληνικής ~ής — [phrase]он (по происхождению) грек, он родом из Греции[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово происхождение? — καταγωγή как с (ново)греческого переводится слово καταγωγή? — происхождение — κακολογία — ταίς — αρχαίος — άγνεθος — ξυλοστάτης — χήρεψη — μελοποιία — αποστόμωμα — πιγκώνομαι — δηλητηριασμένος — υπονομευτής — ψυχογενετικός — φριχτός — μυρωμένος — σεισμογενής — μετεκπαιδεύομαι — βουτυράς — ημερότητα — προκαταβολικώς — θάμπωμα — αψηφισιάρης |
|||