Новогреческий словарь
καταγωγή
καταγωγή
η
происхождение
;
ευγενούς ~ής — благородного происхождения
;
είναι ελληνικής ~ής — [phrase]он (по происхождению) грек, он родом из Греции[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
происхождение
? —
καταγωγή
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταγωγή
? — происхождение
#
(ново)греческий словарь
—
ασπιδοφόρος
—
υπομονητικός
—
βάσκαμα
—
ζαμπουνεύω
—
γέμωσμα
—
παραλαβαίνω
—
επιμελητεία
—
αγερωχία
—
λατινόφρων
—
ντάρα
—
ύπτιος
—
ρόβη
—
επισωρεύω
—
κατηγόρεμα
—
ακατάσχετο
—
αυτεξούσιος
—
απόσηψη
—
μαργιολεύω
—
αναπόσπαστος
—
βορειοανατολικός
—
αμφοτερίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве