|
крестообразный; скрещенный; ~όν σχήμα — лингв. хиазм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крестообразный? — χιαστός как на (ново)греческом будет слово скрещенный? — χιαστός как с (ново)греческого переводится слово χιαστός? — крестообразный, скрещенный — Αιθιοπίδα — γαλακτόζη — βεργίτσα — αμακατζήδικος — μικροφιλόδοξος — αχρήστωση — βδομαδιάτικος — φροντιστήριο — μακροβιότητα — σπουδαστήριο — σμάλτωση — χαλκευτής — σερβίρισμα — διαμπερής — ζωολατρία — αντιψέγω — σανατόριο — ζωτικός — επικλινής — ήμερος — αστυφύλακας |
|||