|
-η, -ο отлучённый (от церкви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отлучённый? — αφορισμένος как с (ново)греческого переводится слово αφορισμένος? — отлучённый — αγγρκρώνω — κερματοδέκτης — λωφάζω — λεχώνα — εφεσίβλητος — μαντρίζω — όχι δά — πλεονεκτικός — μετεωρίτης — ξεμασκαρεύω — ειδησεολογικός — ποδοκίνητος — ντελίριο — γυναικοθέσι — λεκτικό — επαφίεμαι — όμορφα — μαγγανεύτρια — αισθητικά — κορνιζάρω — αυτοψία |
|||