Новогреческий словарь
πρωία
πρωία
η 1. 1)
утром
;
2)
рано
;
2. :
τίς ~ες — по утрам
;
μέχρι ~ας — до утра
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
утром
? —
πρωία
как на
(ново)греческом
будет слово
рано
? —
πρωία
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωία
? — утром, рано
#
(ново)греческий словарь
—
ανεκφώνητος
—
κατάκορφος
—
πατσομύτης
—
στραβάδα
—
φακή
—
μπαγιάτεμα
—
στρωτά
—
φλομπέρ
—
καταλήγω
—
αρχιλόχειος
—
ανατομική
—
εωθινός
—
φορτίο
—
κουβάριασμα
—
κατάμεστης
—
δαιμονιόπληκτος
—
δάνειο
—
αδιαπίστωτος
—
συγκλητικός
—
παρείσδυση
—
γωνιωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве