|
η 1. 1) утром; 2) рано; 2. : τίς ~ες — по утрам; μέχρι ~ας — до утра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утром? — πρωία как на (ново)греческом будет слово рано? — πρωία как с (ново)греческого переводится слово πρωία? — утром, рано — κατασχέτω — ύλη — ουρανύς — δωρήτρια — καλομεταχειρίζομαι — αισχρολόγος — ανάμελκτος — τετράπατος — εννιακόσιοι — γερουσία — ξεκαμωμένος — μουσουλίνα — βουρλίζομαι — γράβος — σύνδρομο — επιρρηματικά — σπινθηριστής — φιλικότητα — σοβαρολογώ — δυσαρθρία — μηδείς |
|||