Новогреческий словарь
κουταλιά
κουταλιά
η
ложка
(содержимое);
===
πνίγομαι σέ μιά ~ νερό — захлебнуться в ложке воды
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ложка
? —
κουταλιά
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουταλιά
? — ложка
#
(ново)греческий словарь
—
διπλοκακορροίζικος
—
αποτραβώ
—
καπλαντίζω
—
επιγενόμενοι
—
κατσαμακλού
—
δεκαριά
—
πολωτικός
—
παστερισμός
—
ρέγγα
—
κρεμμύδι
—
ακροποδητί
—
παράτυπος
—
ροδέλλα
—
λευκόν
—
ωλένιος
—
τσούρμα
—
τρελαμάρα
—
απόκρια
—
ανάφλογος
—
βενζινάροτρο
—
κωφώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве