|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεσσαλικά? — — καουτσούκ — βλητικότης — δολοπλόκος — ξαναμοίρασμα — τιμιέμαι — ηθικοθρησκευτικός — Θεσσαλονικιά — γινώσκω — λαπαροσκόπηση — απιστιά — χρωστικός — ψωμόλυσσα — καθετοποιούμαι — κακογεννάω — προπέτασμα — μωρούδισμα — ακρίβια — νέκρα — γλιδιάρης — δαντελλένιος — εξομάλισμός |
|||