|
το 1) экземпляр; 2) копия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экземпляр? — αντίτυπο как на (ново)греческом будет слово копия? — αντίτυπο как с (ново)греческого переводится слово αντίτυπο? — экземпляр, копия — επίπεδο — μπάκα — ενθυμούμαι — εύφωνος — μεγαλορρημονώ — καρτερικότητα — εφορία — σκλαβιά — χαιρεκακώ — ερχομός — φτωχοφαμελίτης — χωματένιος — βαρούχειος — πρωτοστάτης — κύων — απόκοττος — κτηματολόγιο — ταχύτης — λεξιθήρας — αφομοιωτικός — διατηρούμαι |
|||