|
το чертёнок (тж. о ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чертёнок? — διαβολάκι как с (ново)греческого переводится слово διαβολάκι? — чертёнок — ογκανίζω — αδιάλυτα — αγγελιάζω — σεχταριστικός — αμυγδαλιά — κτηριολογία — φρικασσέ — απειροπλασίως — διατεθειμένος — αντικερί — βακτηρίδιο — καταστατό — φλάντζα — υπερασπιστικός — αποπεράτωση — αμνειός — στιγματίζω — αμβλυντικός — κουραμπιές — επιδημώ — μαντρισμένος |
|||