|
η 1) руководство; 2) вождение за руку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово руководство? — χειραγώγηση как на (ново)греческом будет слово вождение за руку? — χειραγώγηση как с (ново)греческого переводится слово χειραγώγηση? — руководство, вождение за руку — δίκωπος — πλήρωμα — αιγυπτιακός — εισβολεύς — λυγώ — εμπορικότητα — δακτυλόδεικτούμενος — προπαιδεία — στρατιωτικοποιώ — τσαρουχάδικο — γκρεμνώ — σούρτα-φέρτα — καλοφκιαγμένος — κιχώρι — τενόρος — τοπάζι — ανθρακοποίηση — αντιλακτίζω — θρηνωδία — τορνευτικός — εφαρμοστήριο |
|||