|
короткоствольный (о ружье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово короткоствольный? — βραχύκαννος как с (ново)греческого переводится слово βραχύκαννος? — короткоствольный — γκαντίρικο — ωμά — μαυροκερασιά — παγιδεύω — πνευματόλυση — ουροκυστίτιδα — κορομηλιά — χιονοπόλεμος — αδιακρίτως — αναστηθείς — παστό — πλαισιωτός — απεσταγμένος — βιογεωγραφία — επτακόσιοι — αγχιστεία — μουσικοδιδάσκαλος — χαριτωμενιά — καταρρέω — πρόσκτηση — πούφ |
|||