Новогреческий словарь
μονότροπος
μονότροπ|ος
1)
однообразный
;
2) физ.
однородный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
однообразный
? —
μονότροπος
как на
(ново)греческом
будет слово
однородный
? —
μονότροπος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μονότροπος
? — однообразный, однородный
#
(ново)греческий словарь
—
ιδέ
—
ασαβάνωτος
—
ωτίς
—
αλαφροκούκουλος
—
αυτοκαταδικάζομαι
—
σκατοφαγία
—
κριτική
—
αλαφροφέρνω
—
εύλογος
—
βουρκολακιάζω
—
προγραμματιστής
—
αραιομετρία
—
ναστόδερμα
—
προτήτερα
—
φαρμακευτικός
—
δεξιωσύνη
—
αντρέ
—
διασκορπισμός
—
προσηλώνομαι
—
αφήγηση
—
σούπα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве