|
1) однообразный; 2) физ. однородный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однообразный? — μονότροπος как на (ново)греческом будет слово однородный? — μονότροπος как с (ново)греческого переводится слово μονότροπος? — однообразный, однородный — προσδιορισμός — επιχαλικώ — φαρμακολογία — στομίς — ξεπροβάλλω — καταλογογραφώ — μάνατζερ — νεκρογενής — αντιπολιτευόμενος — αυτοενέργεια — παρατεταγμένα — ανέντροπος — δικαιοκρισία — μπαγκαδόρος — ιγνύα — διοπύρωση — κεχωρισμένος — επικάλυψη — ποτίζω — θεμελιώνομαι — εφηλίδα |
|||