|
1) немобилизованный; 2) не пущенный в ход #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово немобилизованный? — ακινητοποίητος как на (ново)греческом будет слово не пущенный в ход? — ακινητοποίητος как с (ново)греческого переводится слово ακινητοποίητος? — немобилизованный, не пущенный в ход — γαλακτούχος — σαρανταρίζω — ζημιαρόγατος — καταπαυστικός — συστρατιώτης — βίρα — σημασία — φιλαρμονική — ακρόδετος — γροθοκοπανώ — κούνελος — εικαστικός — ενδοκυβερνητικός — εγγλέζα — εθνοκτόνος — ζαλώνω — αποδόχος — υδρογεωλογία — γαντζομύτης — σουμπλιμές — οπωρώνας |
|||