Новогреческий словарь
κατοστίζω
κατοστίζω
доводить до сотни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доводить до сотни
? —
κατοστίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατοστίζω
? — доводить до сотни
#
(ново)греческий словарь
—
λαγοκοίμητος
—
γέννηση
—
ευγένεια
—
αντιλαμπή
—
μουντζώνω
—
ανεξαργύρωτος
—
γέρι
—
αναξιοπρέπεια
—
κόρα
—
έχει
—
απογευματάκι
—
βερεσέ
—
κατουρολάγηνο
—
χρησιμότητα
—
στολίδι
—
αποπλένω
—
δεντροσειρά
—
καλαισθητικός
—
τουρκοπούλι
—
ανοθεύτως
—
φυσιοθεραπευτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве