|
το балет; τά ~α — балетная труппа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово балет? — μπαλέττο как с (ново)греческого переводится слово μπαλέττο? — балет — διατριβογράφος — δικαιολογώ — διακόνεμα — ήδη — απογυναικώνομαι — συγκαταβατικός — τρίχας — παφλασμός — φρύγω — ανομοιωτικά — ξαλμυρίζω — καραϊσκάκης — τιποτένος — εκπιεστήριον — χάρτων — νομισματολόγος — ταμπόν — γλωσσολογώ — ξαλλάζω — γογγολογώ — άρτυση |
|||