|
το хим. аммоний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аммоний? — αμμώνιο как с (ново)греческого переводится слово αμμώνιο? — аммоний — γεβεντίζω — ξαρμπουρίζω — ενδέτης — σχολιάστρια — γρανιτώδης — προσδοκώμενος — Πανελλαδικός — ψωνίζω — Κινέζος — παραγκωνίζω — πολυγραφότατος — ερήμωση — επαυχένιος — γαδίνα — ξειδάτος — χαρωπός — αυτοκέφαλος — απλογραφία — διατακτική — ναυαρχείο — πολυ- |
|||