|
1) двурогий; 2) раздвоенный, вилообразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двурогий? — δικέρατος как на (ново)греческом будет слово раздвоенный? — δικέρατος как на (ново)греческом будет слово вилообразный? — δικέρατος как с (ново)греческого переводится слово δικέρατος? — двурогий, раздвоенный, вилообразный — υπεροξείδιο — αδιατάρακτος — κεφαλαιοποίηση — πριονωτός — διεπάγην — ξιφοδιδάσκαλος — χρονομέτρηση — παράσιτος — μαγνητογεννήτρια — βυζαντινός — κεφαλόσκαλο — γυψουργείο — βερνικωμένο — αποκαρωμένος — παράβλημα — αφιερωτής — πονταδόρος — λαμπρόσκολα — αποχετεύω — μπιλλιαρδιστής — γιακαδάκι |
|||