|
ο исландец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исландец? — Ισλανδός как с (ново)греческого переводится слово Ισλανδός? — исландец — ανηφόρα — χοιράδα — σύρραξη — μυθοπλαστία — αξεμολόγητος — ψυχασθενής — παραθέριση — ανενεργοποιώ — αμνηστία — στρατοπεδάρχης — χορτοφαγία — δακτυλίωση — ζωοφαγία — μικροκαβγαδάκι — δακρυοποιός — κατουρλοκάνατο — μαγνολία — ελπίς — ψαλίδωμα — καρπεύω — σχιζοφρενία |
|||