|
вдумчиво, глубокомысленно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдумчиво? — στοχαστικά как на (ново)греческом будет слово глубокомысленно? — στοχαστικά как с (ново)греческого переводится слово στοχαστικά? — вдумчиво, глубокомысленно — τρία — αρχιμαγείρισσα — δρομερός — σύζηλο — χοντροκόκκαλος — έγκατα — εξαδάκτυλος — αξεδιάντροπος — σοσιαλδημοκράτης — παρευρίσκομαι — γιγαντώνω — πλακομούνι — βενθογενής — μεταλλαγωγός — σιδηρουργικός — τρομοκράτης — άλυσος — ρύπος — καθεστωτικός — ξυλοκοπτική — μολυβδογραφίς |
|||