|
το воен. наскоро вырытый окоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наскоро вырытый окоп? — ταχύσκαπτο как с (ново)греческого переводится слово ταχύσκαπτο? — наскоро вырытый окоп — διαδικτυακός — αλοφροσέρνω — πολεμοπαθής — κενοδοξώ — ξεμοναχιάζω — μισθολόγηση — αθέρμαστος — μετοχιάριος — τηλεμετρία — περιθώριο — ανήσυχα — συμβολαιογραφείο — εκπιεστός — ιγνύα — ζωγραφιστά — πανωλεθρία — απαυδίζω — φεύγας — δυσμενικός — σωμάτιο — προστάτισσα |
|||