|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοματού? — — ιδία — ορφανεύω — εσώκλειστος — φιλοσκωμμοσύνη — ραβδάκι — πολυκυτταρικός — φουμάω — καλτσώνω — έμβυσμα — ακορνίζωτος — χυμάω — λυκάνθρωπος — γραμμωτός — συνεχιστής — γαλακτοπαραγωγικός — αιδοιολειξία — θυσιαστήριο — κοσμοϊστορικός — αυτοβιογράφος — πέταμα — δαιμόνισμα |
|||