|
(αόρ. αυγόκοψα) приправлять лимонно-яичным соусом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приправлять лимонно-яичным соусом? — αυγοκόβω как с (ново)греческого переводится слово αυγοκόβω? — приправлять лимонно-яичным соусом — μαγκούστα — πορνογραφώ — αυτόδηλος — ετεροφυλόφιλος — βεργίζω — αηδονολαλούσα — έστωντας — αντίχαρα — συριγματώδης — δημοσιογράφος — καγκελόφραχτος — ανανταπόδοτος — περιτομή — ιεροκρύφιος — καντήλι — παρονομάζομαι — ηθικοποιώ — χαιρετισμός — πικροκυματούσα — μαθηταριό — ηλιαστήριο |
|||