|
травяной, травянистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово травяной? — γρασιδωτός как на (ново)греческом будет слово травянистый? — γρασιδωτός как с (ново)греческого переводится слово γρασιδωτός? — травяной, травянистый — δισεκατομμύριο — καραπουτάνα — σινολόγος — αφλοίσβος — ισομεγέθης — ακρινός — αισχροκέρδεια — υπερκοπιάζω — κουρέλιασμα — στιλέττο — εκβολή — αντιληφθείς — λιποθυμιά — πορτοκαλέα — απροσδιόριστα — μακιγιαρισμένος — ανεπίτακτος — γιδοβοσκός — δασκαλίστικος — νευρολογία — εντερίτιδα |
|||